- ζωοθηρικός
- ζῳοθηρικός, -ή, -όν (Α) [ζωοθηρία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοθηρία, ο κατάλληλος για τη ζωοθηρία2. το θηλ. ως ουσ. η ζῳοθηρική (ενν. τέχνη)η ζωοθηρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωοθηρικόν — ζωοθηρικός of masc acc sg ζωοθηρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοθηρικόν — ζῳοθηρικός masc acc sg ζῳοθηρικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοθηρικοῦ — ζῳοθηρικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοθηρικῆς — ζῳοθηρικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοθηρικήν — ζῳοθηρικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)